κάστρο
Ελληνικά (el)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | κάστρο | κάστρα |
γενική | κάστρου | κάστρων |
αιτιατική | κάστρο | κάστρα |
κλητική | κάστρο | κάστρα |
Ετυμολογία
- κάστρο < μεσαιωνική ελληνική κάστρον < λατινική castrum
Προφορά
Ουσιαστικό
κάστρο ουδέτερο- ψηλό κτίσμα με οχυρώσεις που χρησιμοποιούνταν για τη φύλαξη των πόλεων
- (συνεκδοχικά) το τείχος που περιέβαλλε τις πόλεις και τις προστάτευε από τις εχθρικές επιδρομές
- (μεταφορικά) αυτός που έχει ισχυρές βάσεις που δεν μπορούν να κλονιστούν εύκολα ή προβάλλει σθεναρή αντίσταση
- (συνεκδοχικά) καθετί που λειτουργεί ως εγγυητής και υπερασπιστής (αξιών θεσμών, ιδεών)
- το κάστρο της Ορθοδοξίας
Εκφράσεις
- η πείνα κάστρα καταλεί και χώρες παραδίδει : η στέρηση των αναγκαίων για τη ζωή οδηγεί όχι μόνο σε υλική ένδεια αλλά και σε ηθική κατάπτωση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου