λιμάνι
λιμάνι
- λιμάνι < τουρκική liman < μεσαιωνική ελληνική λιμένι | λιμένιν < (υποκοριστικό) λιμένιον < ο λιμήν < από Μυκηναϊκο ριμένι
(αντιδάνειο)
- ΔΦΑ : /li.ˈma.ni/
λιμάνι ουδέτερο
- περιοχή παραθαλάσσια (ή παραλίμνια ή παραποτάμια) που επιτρέπει παραμονή πλοίων :
- για προστασία από καιρικές συνθήκες
- για φορτοεκφορτώσεις εμπορευμάτων
- για επιβιβάσεις και αποβιβάσεις ανθρώπων (πληρώματος ή επιβατών)
- για τροφοδοσία και εφοδιασμό
- για επισκευές
- το λιμάνι του Πειραιά
- (μεταφορικά) το καταφύγιο
- είσαι το λιμάνι μου
λιμάνι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου