Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

Αναμνήσεις του παρελθόντος

Πέρασε η δεκαετία του ’60 με φτώχεια για την Ελλάδα. Όσοι, όμως, είχαν μια σταθερή δουλειά κι έμπαινε το μεροκάματο στο σπίτι, τη φτώχεια δεν την καταλάβαιναν ως τέτοια.
Έτσι κι εμείς. Αφού δούλευαν και ο μπαμπάς και η μαμά, εμείς νιώθαμε πως είχαμε ό, τι θέλαμε. Ας είχαμε τον πύραυλο παγωτό μόνο κάθε Σάββατο, που πληρωνόταν ο μπαμπάς… Σημασία είχε ότι τον είχαμε! (Κι αυτός είχε 4 δραχμές). Ο μπαμπάς ήταν εφαρμοστής, έφτιαχνε καλούπια δηλαδή, σ’ ένα εργοστάσιο παιχνιδιών στη Νίκαια – εκεί Π. Ράλλη και Κιλικίας γωνία – και η μαμά ήταν μοδίστρα κι έρχονταν οι πελάτισσες στο σπίτι. Κέντρο διερχομένων ήταν το σπίτι μας. Η πόρτα δεν έκλεινε ποτέ. Κι εκείνο το μωσαϊκό της εισόδου ήταν πάντα άσπρο από τα ποδαρικά. Όχι τόσο των πελατισσών, όσο των δικών μας που μπαινοβγαίναμε συνέχεια για νερό και τσίσα.
Τρία παιδιά ήμασταν – δύο αγόρια κι ένα κορίτσι – στα τρία τελευταία καλοκαίρια της δεκαετίας του 60 και οι καλοκαιρινές διακοπές μας ήταν το παιχνίδι στη γειτονιά – όλη μέρα έξω – μπάνια με πούλμαν στο Καβούρι – μόνο 2 φορές την εβδομάδα, γιατί μία γιαγιά και τρία εγγόνια ήταν σοβαρή οικονομική επιβάρυνση – και πού και πού μπάνιο στα «Σκαλάκια» στην Καστέλα. Με έστελνε η μαμά στο μπακάλικο να τηλεφωνήσω στον μπαμπά, για να του πω ότι θα πάμε για μπάνιο στου Παρασκευά. Κι αφού απλώς τον ενημερώναμε – δεν χρειαζόταν να δώσει άδεια, εφ’ όσον η μαμά αποφάσισε να πάει τα παιδιά για μπάνιο, καλώς έκαμε – αρχίζαμε τις ετοιμασίες. Για πότε ήμασταν έτοιμοι εμείς, οι δύο «μεγάλοι» – το μικρό το ετοίμαζε η μαμά μαζί με τα τηγανητά κολοκυθάκια, τα βραστά αυγά, τις ντομάτες, τα αγγούρια, το ψωμί και το κασέρι… α, ναι και τα νερά σε θερμός, γιατί τότε δεν υπήρχαν τα εμφιαλωμένα – και για πότε ήμασταν μέσα στο ταξί προς Πειραιά, ήταν ένα πράγμα ανεξήγητο!
Κατεβαίναμε τα σκαλάκια κι αγκαλιάζαμε με βλέμμα – λες ερωτικό – όλη την παραλία που ήταν κατάμεστη από κόσμο. Ρουφάγαμε τη θάλασσα που δεν μας είπε ποτέ κανείς ότι ήταν μολυσμένη και λουζόμασταν από τον ήλιο που μας χτύπαγε κατακέφαλα, χωρίς να φοβόμαστε την υπεριώδη ακτινοβολία του, γιατί δεν την ξέραμε. Εμείς ξέραμε τις ακτίνες που μας κοκκίνιζαν κι ύστερα μας μαύριζαν. Τότε δεν είχε τρύπες το όζον κι ούτε κανείς μας το ήξερε. Το ούζον γνωρίζαμε, αλλά ήμασταν μικροί για να το πιούμε. Εμείς δεν ξέραμε από καρκίνο του δέρματος, μόνο ξεφλουδίζαμε κι ανεβαίναμε ο ένας στην πλάτη του άλλου και τραβάγαμε φλούδες για να κάνουμε χάζι. Και τ’ όνειρό μας ήταν να φτάσουμε κολυμπώντας στο νησάκι (έτσι λέγαμε τον μεγάλο βράχο) απέναντι από την παραλία, αν βέβαια μας άφηνε η μαμά. Όμως, ποτέ δεν τη ρωτήσαμε, γιατί στην πραγματικότητα φοβόμασταν να πάμε κολυμπώντας ως εκεί κι ας μην το ομολογούσαμε ο ένας στον άλλον.
Έτσι κάναμε διακοπές κι ήταν πολύ μεγάλο το καλοκαίρι μας. Ούτε βιβλία με ασκήσεις γλώσσας και μαθηματικών ούτε εκπαιδευτικές δραστηριότητες – μα υπάρχει πιο εκπαιδευτική δραστηριότητα από το αυτοσχέδιο παιχνίδι στον δρόμο; Άλλες εποχές…
Σήμερα, στη φτώχεια, τα παιδιά θα υποφέρουν – ίσως – γιατί έχουν μάθει διαφορετικά. Έχουν κινητά των 100 και 200 € και tablet των 400. Είναι αλλιώς συνηθισμένα και θα τους κακοφανεί η αλλαγή από τον «πλουραλισμό» στην εγκράτεια, πιθανόν και στην ανέχεια. Οι παραλίες του Πειραιά και του Φαλήρου είναι ακατάλληλες για μπάνια από τη μόλυνση και για να χαρεί κανείς τη θάλασσα, πρέπει να απομακρυνθεί αρκετά, πράγμα που σημαίνει εισιτήρια, βενζίνη και πρόσθετο έξοδο για καφέ, αναψυκτικό, νερό, τόστ κ.ά., γιατί τώρα κολοκυθάκι, ψωμί, ντομάτα και κασέρι σε τάπερ… δεν λέει…
Δεν ξέρω πώς θα είναι το υπόλοιπο καλοκαίρι για τον λαό μας ούτε τι προοιωνίζεται για τον επερχόμενο χειμώνα. Το μόνο που ξέρω, όπως όλοι μας άλλωστε, οι κοινοί θνητοί, είναι ότι το οικονομικό στρίμωγμα θα μας πονέσει αρκετά. Οι παλαιότεροι θα ξαναθυμηθούμε εκείνες τις άλλες εποχές και θα μπορέσουμε ενδεχομένως να προσαρμοστούμε και να «αντέξουμε στον πόνο». Τα παιδιά και οι νέοι, όμως, που γεννήθηκαν στην ευημερία – έστω και επίπλαστη – και μεγάλωσαν πετώντας το φαγητό στην αυλή του σχολείου, κλωτσώντας το κουλούρι, επειδή δεν βρήκαν μπάλα για να παίξουν, ζητώντας ό, τι τους «έκλεινε το μάτι» στα ράφια των σούπερ μάρκετ και απαιτώντας από τους γονείς να τους αγοράσουν ό, τι διαφήμιζε η τηλεόραση, πώς θα προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα έτσι αιφνιδιαστικά, απροετοίμαστα και αδικαιολόγητα για το αθώο σκεπτικό τους;
Ο φόβος του αύριο μας περιτριγυρίζει. Σκεφτόμαστε τα φροντιστήρια των παιδιών και τρέμουμε στην ιδέα ότι θα τους στερήσουμε τα απαραίτητα. Σε σύγκριση με τη δεκαετία του ’60 τα απαραίτητα είναι διαφορετικά. Η ζωή δεν γυρίζει πίσω – κι ας θέλουν να μας γυρίσουν πίσω οι Μεγάλοι της Οικονομίας. Η λάμπα του Παλαμά έκαιγε πριν το 1940. Σήμερα πρέπει να «κάψουμε το χαρτί» των Μεγάλων, για να εξασφαλίσουμε μια αξιοβίωτη ζωή στα παιδιά μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...